μάνταλο

μάνταλο
και μάνδαλο, το
ο μάνταλος, η αμπάρα, ο σύρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάνταλος, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάνταλο — μάνταλο, το και μάνταλος, ο ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που κλείνει από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανταλάκι — το [μάνταλο] 1. μικρό μάνταλο 2. μικρή λαβίδα από ξύλο ή πλαστικό, με ελατήριο, η οποία χρησιμεύει για τη συγκράτηση απλωμένων ρούχων σε σχοινί …   Dictionary of Greek

  • μανταλώνω — (Α μανδαλῶ, όω, Μ μανταλώνω) [μάνταλο] κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω νεοελλ. περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι …   Dictionary of Greek

  • Σέλεϊ, Πέρσι Μπις — (Percy Bysshe Shelley). Άγγλος ποιητής (Φηλντ Πλαίης, Σάσεξ 1792 Κόλπος της Λα Σπέτσια 1822). Μετά την αποφοίτηση του από το κολέγιο του Ήτον, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, όπου έγραψε και κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Η ανάγκη… …   Dictionary of Greek

  • αμάνταλος — και αμάνδαλος η, ο [μάνταλος] αυτός που δεν έχει μάνταλο, έμβολο ή μοχλό (πόρτα ή παράθυρο) …   Dictionary of Greek

  • αμαντάλωτος — και αμανδάλωτος, η, ο [μανταλωτός] (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος …   Dictionary of Greek

  • αμπάρα — η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα) 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας …   Dictionary of Greek

  • επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”